μπάτσος

μπάτσος
και πάτσος, ο (Μ μπάτσος και πάτσος) ράπισμα, χαστούκι
νεοελλ.
1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) αστυνομικός
2. φρ. «είναι τού κλότσου και τού μπάτσου» — είναι τιποτένιος, κανείς δεν τόν λογαριάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπατς που κάνει το χτύπημα στο μάγουλο. Κατ' άλλους, η λ. < εβραιογερμ. patch «μπάτσος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπάτσος — μπάτσος, ο και μπάτσο, το η μπάτσα, το χαστούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάστροφος — η, ο (Α ἀνάστροφος, ον) [αναστρέφω] 1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος 2. επίρρ. ανάστροφα αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία 3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος …   Dictionary of Greek

  • καταχεριά — η χτύπημα με ανοιχτό χέρι, μπάτσος, χαστούκι, ράπισμα, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χεριά (< χεριά < χερ έα < χέρ ιον < χείρ), πρβλ. απλοχεριά, σφιχτο χεριά] …   Dictionary of Greek

  • κόσσος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 73 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 13 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου. * * * (I) κόσσος, ὁ (ΑM) κόλαφος, ράπισμα, μπάτσος. (II) ο ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • μπάτσα — η 1. χτύπημα με ανοιχτή παλάμη στο μάγουλο, χαστούκι 2. μτφ. α) ηθική προσβολή («τα λόγια του ήταν για μένα μια γερή μπάτσα») β) ψυχικό πλήγμα, δυστύχημα, συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάτσος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μπατσίζω — (Μ μπατσίζω) [μπάτσος] δίνω μπάτσους, χαστουκίζω …   Dictionary of Greek

  • μπατσιά — η [μπάτσος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατσίζω («τ όνομά μου; θέλεις να σ τό χτυπήσω στη μούρη και να στράψει στο μάγουλό σου σαν μπατσιά;», Ψυχάρ.) …   Dictionary of Greek

  • Μαγιακόφσκι, Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς — (Vladimir Vladimirovich Mayakovsky, Μπαγκντάντι [σημερινό Μαγιακόφσκι], Γεωργία 1893 – Μόσχα 1930). Ρώσος ποιητής. Το 1906, μετά τον θάνατο του πατέρα του, που ήταν επιθεωρητής δασών, η οικογένεια Μ. εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Ο νεαρός Βλαντίμιρ,… …   Dictionary of Greek

  • Μέρφι, Εντι — (Eddie Murphy, Μπρούκλιν 1961 –). Αμερικανός κωμικός, παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το ταλέντο του αποκαλύφθηκε πολύ σύντομα, αφού μόλις σε ηλικία 15 ετών παρουσίαζε προγράμματα stand up comedy, μικρής διάρκειας, σε κέντρα νεότητας και …   Dictionary of Greek

  • κόλαφος — ο 1. ράπισμα, μπάτσος, χαστούκι. 2. μτφ., προσβολή, εξύβριση: Ήταν κόλαφος για τον υπουργό το ρεπορτάζ της εφημερίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”